- αντεισαγγελέας
- οανώτερος δικαστικός, αμέσως κατώτερος από τον εισαγγελέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)-* + εισαγγελέας. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντεισαγγελέας — ο βαθμός στην εισαγγελική ιεραρχία (αντεισαγγελέας πρωτοδικών, εφετών, Αρείου Πάγου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βάλβης, Δημήτριος — (Μεσολόγγι 1814 – Αθήνα 1892). Δικαστικός και νομομαθής. Έφηβος ακόμη, δοκίμασε τα δεινά της πολιορκίας του Μεσολογγίου, το οποίο μπόρεσε τελικά να εγκαταλείψει και να διαφύγει με τη βοήθεια της μητέρας του στο νησάκι Κάλαμος του Ιονίου. Αργότερα … Dictionary of Greek
Καλλιγάς, Παύλος — (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1896). Νομικός, πολιτικός και ιστορικός. Σπούδασε στην Τεργέστη, όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του, και αργότερα στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Μαθητής, στο Βερολίνο, του εγελιανού νομικού… … Dictionary of Greek
Καψάλης, Χρήστος — I (Μεσολόγγι; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από οικογένεια προυχόντων. Ήδη από νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στα κοινά της τουρκοκρατούμενης πόλης και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στο Μεσολόγγι. Διέθεσε ολόκληρη την… … Dictionary of Greek
Κόλλιας, Κωνσταντίνος — (Στύλια Κορινθίας 1901 – 1998). Ανώτατος δικαστικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε στον δικαστικό κλάδο και διετέλεσε προϊστάμενος της εισαγγελίας πρωτοδικών Αθηνών, αντεισαγγελέας (1946 62) και εισαγγελέας του … Dictionary of Greek
Κριάρης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από την επαρχία Σελίνου της Κρήτης. Το πραγματικό επώνυμο του γενάρχη της οικογένειας, Γεωργίου Κ. (βλ. 3.), ήταν Μπενουδάκης, αλλά αποκλήθηκε Κ. από τους συμπολεμιστές του, λόγω της γενναιότητας και της… … Dictionary of Greek
Μαυρομμάτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών και πολιτικών από την Κατούνα της Ακαρνανίας. 1. Γεώργιος (; – 1703). Προεστός του Κάρλελι. Ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειας που εγκαταστάθηκε στην Κατούνα. 2. Γεώργιος (1771 – Αθήνα 1836). Γιος του Μήτσου (11.).… … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek